ορτσάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορτσάρισμα < ορτάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορτσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια και συνέπεια του ορτσάρω
- πλους με τον καιρό δευτερόπρυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορτσάρισμα
|