ορυζάλευρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορυζάλευρον < όρυζα + αρχαία ελληνική ἄλευρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορυζάλευρον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]