ορυμαγδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορυμαγδός < αρχαία ελληνική ὀρυμαγδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορυμαγδός αρσενικό
- οχλαγωγία, θόρυβος, καταιγισμός (συνήθως με όχι καλή έννοια)