ορυχείων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ορυχείων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του ορυχείο
ορυχείων ουδέτερο