ορφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορφικός η ορφική το ορφικό
      γενική του ορφικού της ορφικής του ορφικού
    αιτιατική τον ορφικό την ορφική το ορφικό
     κλητική ορφικέ ορφική ορφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορφικοί οι ορφικές τα ορφικά
      γενική των ορφικών των ορφικών των ορφικών
    αιτιατική τους ορφικούς τις ορφικές τα ορφικά
     κλητική ορφικοί ορφικές ορφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ορφικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]