ορχηστρούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχηστρούλα οι ορχηστρούλες
      γενική της ορχηστρούλας
    αιτιατική την ορχηστρούλα τις ορχηστρούλες
     κλητική ορχηστρούλα ορχηστρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορχηστρούλα < ορχήστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορχηστρούλα θηλυκό

  1. μικρή ορχήστρα
  2. (μεταφορικά) ειρωνικά ή χαϊδευτικά: για μικρής εμβέλειας ή ποιότητας ορχήστρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]