ορχιδέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορχιδέα | οι | ορχιδέες |
γενική | της | ορχιδέας | των | (ορχιδεών) |
αιτιατική | την | ορχιδέα | τις | ορχιδέες |
κλητική | ορχιδέα | ορχιδέες | ||
όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορχιδέα < (άμεσο δάνειο) γαλλική orchidée < αρχαία ελληνική ὄρχις (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.çiˈðe.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορχιδέα θηλυκό
- καλλωπιστικό μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των Orchidaceae· φύεται κυρίως σε θερμό κλίμα και ξεχωρίζει για το πρωτότυπο σχήμα του και την μεγάλη του ποικιλία σε χρώματα και αποχρώσεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ορχιδέα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)