ορωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορωνύμιο | τα | ορωνύμια |
γενική | του | ορωνύμιου & ορωνυμίου |
των | ορωνύμιων & ορωνυμίων |
αιτιατική | το | ορωνύμιο | τα | ορωνύμια |
κλητική | ορωνύμιο | ορωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορωνύμιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ορεωνύμιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορωνύμιο
|