οσιοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οσιοποίηση | οι | οσιοποιήσεις |
γενική | της | οσιοποίησης* | των | οσιοποιήσεων |
αιτιατική | την | οσιοποίηση | τις | οσιοποιήσεις |
κλητική | οσιοποίηση | οσιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οσιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οσιοποίηση < όσιος + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) μεσαιωνική λατινική beatificatio)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οσιοποίηση θηλυκό
- (θρησκεία) η αναγνώριση ενός προσώπου ως οσίου μετά τον θάνατό του και η ικανότητά του να μεσολαβήσει για λογαριασμό των ατόμων που προσεύχονται στο όνομά του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)