οσιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσιοποίηση οι οσιοποιήσεις
      γενική της οσιοποίησης* των οσιοποιήσεων
    αιτιατική την οσιοποίηση τις οσιοποιήσεις
     κλητική οσιοποίηση οσιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οσιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσιοποίηση < όσιος + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) μεσαιωνική λατινική beatificatio)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οσιοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]