οστάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οστάριο | τα | οστάρια |
γενική | του | οσταρίου & οστάριου |
των | οσταρίων |
αιτιατική | το | οστάριο | τα | οστάρια |
κλητική | οστάριο | οστάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστάριο < ελληνιστική κοινή ὀστάριον < αρχαία ελληνική ὀστοῦν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστάριο ουδέτερο
- υποκοριστικό του οστό