οστεοανθρωπολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οστεοανθρωπολόγος οι οστεοανθρωπολόγοι
      γενική του/της οστεοανθρωπολόγου των οστεοανθρωπολόγων
    αιτιατική τον/την οστεοανθρωπολόγο τους/τις οστεοανθρωπολόγους
     κλητική οστεοανθρωπολόγε οστεοανθρωπολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεοανθρωπολόγος < οστεο- + ανθρωπο- + -λόγος (οστεο- + ανθρωπολόγος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεοανθρωπολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]