οστεοανθρωπολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεοανθρωπολόγος < οστεο- + ανθρωπο- + -λόγος (οστεο- + ανθρωπολόγος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεοανθρωπολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) ανθρωπολόγος με ειδίκευση στη μελέτη των οστών
- ※ Το υπουργείο και η ανασκαφική ομάδα πιστεύουν στην επάρκεια του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού και γίνεται έρευνα ώστε να επιλεγούν έλληνες επιστήμονες, οστεοανθρωπολόγοι. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεοανθρωπολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οστεο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)