οστεογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οστεογενής | η | οστεογενής | το | οστεογενές |
γενική | του | οστεογενούς* | της | οστεογενούς | του | οστεογενούς |
αιτιατική | τον | οστεογενή | την | οστεογενή | το | οστεογενές |
κλητική | οστεογενή(ς) | οστεογενής | οστεογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οστεογενείς | οι | οστεογενείς | τα | οστεογενή |
γενική | των | οστεογενών | των | οστεογενών | των | οστεογενών |
αιτιατική | τους | οστεογενείς | τις | οστεογενείς | τα | οστεογενή |
κλητική | οστεογενείς | οστεογενείς | οστεογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστεογενής < αρχαία ελληνική ὀστεογενής[1] [2] < ὀστέον + γίγνομαι ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική osteogenic[2])
Επίθετο
[επεξεργασία]οστεογενής, -ής, -ές
- (φυσιολογία) που διαπλάστηκε ή σχηματίστηκε από οστό ή συναποτελείται από οστά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- οστεογένεια
- οστεογένεση
- οστεογονία
- οστεογονικός
- → δείτε τις λέξεις οστό και γίνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οστεογενής
- ↑ ὀστεογενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 οστεογενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)