οστεογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οστεογόνος, -ος/-α, -ο
- αυτός που παράγει οστό
- ※ Η οστεογόνος στιβάδα επαλείφει το οστό και παράγει οστίτη ιστό (Εισαγωγή και γενική ανατομική [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)