οστεοσάρκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστεοσάρκωμα τα οστεοσαρκώματα
      γενική του οστεοσαρκώματος των οστεοσαρκωμάτων
    αιτιατική το οστεοσάρκωμα τα οστεοσαρκώματα
     κλητική οστεοσάρκωμα οστεοσαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεοσάρκωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteosarcoma < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + ελληνιστική κοινή σάρκωμα < αρχαία ελληνική σάρξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεοσάρκωμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]