οστρακολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρακολογία οι οστρακολογίες
      γενική της οστρακολογίας των οστρακολογιών
    αιτιατική την οστρακολογία τις οστρακολογίες
     κλητική οστρακολογία οστρακολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστρακολογία < όστρακο + -λογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστρακολογία θηλυκό

  • η επιστήμη που ασχολείται με τα όστρακα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]