οστρακόδερμου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]οστρακόδερμου ουδέτερο
- γενική ενικού του οστρακόδερμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]οστρακόδερμου
- γενική ενικού του οστρακόδερμος
- γενική ενικού του οστρακόδερμο