οστρακόδερμου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

οστρακόδερμου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του οστρακόδερμο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

οστρακόδερμου

  1. γενική ενικού του οστρακόδερμος
  2. γενική ενικού του οστρακόδερμο