Μετάβαση στο περιεχόμενο

οστρυά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρυά οι οστρυές
      γενική της οστρυάς των οστρυών
    αιτιατική την οστρυά τις οστρυές
     κλητική οστρυά οστρυές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οστρυά < ελληνιστική κοινή ὀστρύα / ὀστρύη / ὄστρυς / ὀστρυΐς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οστρυά θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Ostrya στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]