οσφυαλγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσφυαλγικός η οσφυαλγική το οσφυαλγικό
      γενική του οσφυαλγικού της οσφυαλγικής του οσφυαλγικού
    αιτιατική τον οσφυαλγικό την οσφυαλγική το οσφυαλγικό
     κλητική οσφυαλγικέ οσφυαλγική οσφυαλγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσφυαλγικοί οι οσφυαλγικές τα οσφυαλγικά
      γενική των οσφυαλγικών των οσφυαλγικών των οσφυαλγικών
    αιτιατική τους οσφυαλγικούς τις οσφυαλγικές τα οσφυαλγικά
     κλητική οσφυαλγικοί οσφυαλγικές οσφυαλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσφυαλγικός < οσφυαλγία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οσφυαλγικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]