οσφυοκαμψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οσφυοκαμψία < οσφυοκάμπτης + -σία < οσφύς + κάμπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οσφυοκαμψία θηλυκό
- (λόγιο) (ειρωνικό) η δουλοπρέπεια, η υποτέλεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οσφυοκαμψία
|