οτοστόπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οτοστόπ < (λόγιο δάνειο) γαλλική auto-stop[1] < γαλλική auto + αγγλική stop

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οτοστόπ ουδέτερο άκλιτο

  • η προσπάθεια να σταματήσει κάποιος διερχόμενο ιδιωτικό όχημα και να επιβιβαστεί σε αυτό δωρεάν, απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας με τον αντίχειρά του προς την επιθυμητή κατεύθυνση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]