ουίσκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουίσκι | τα | ουίσκια |
γενική | του | ουισκιού | των | ουισκιών |
αιτιατική | το | ουίσκι | τα | ουίσκια |
κλητική | ουίσκι | ουίσκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουίσκι ουδέτερο
- οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από καρπούς δημητριακών· έχει καστανό χρώμα και μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
- (συνεκδοχικά) ένα ποτήρι με αυτό το ποτό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το ουσιαστικό αυτό άλλοτε παραμένει άκλιτο και άλλοτε κλίνεται κατά το τραγούδι
- μια εξάδα με ποτήρια του ουίσκι
- πήγαμε στο μπαρ και ήπιαμε δυο τρία ουίσκια ο καθένας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουίσκι
|