ουδετερόδυνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουδετερόδυνος η ουδετερόδυνη το ουδετερόδυνο
      γενική του ουδετερόδυνου της ουδετερόδυνης του ουδετερόδυνου
    αιτιατική τον ουδετερόδυνο την ουδετερόδυνη το ουδετερόδυνο
     κλητική ουδετερόδυνε ουδετερόδυνη ουδετερόδυνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουδετερόδυνοι οι ουδετερόδυνες τα ουδετερόδυνα
      γενική των ουδετερόδυνων των ουδετερόδυνων των ουδετερόδυνων
    αιτιατική τους ουδετερόδυνους τις ουδετερόδυνες τα ουδετερόδυνα
     κλητική ουδετερόδυνοι ουδετερόδυνες ουδετερόδυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουδετερόδυνος < ουδέτερος + -ο- + δύναμη + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neutrodyne[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

ουδετερόδυνος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Neutrodyne στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)