ουδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ουδός | οι | ουδοί |
γενική | του | ουδού | των | ουδών |
αιτιατική | τον | ουδό | τους | ουδούς |
κλητική | ουδέ | ουδοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουδός < αρχαία ελληνική οὐδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδός αρσενικό
- το κατώφλι
- η ελάχιστη απαιτούμενη ένταση ενός ερεθίσματος, ώστε αυτό να γίνει αντιληπτό