ουλίτιδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουλίτιδα < ούλος + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουλίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουλίτιδα
|