Μετάβαση στο περιεχόμενο

ουλίτιδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουλίτιδα οι ουλίτιδες
      γενική της ουλίτιδας των ουλίτιδων
    αιτιατική την ουλίτιδα τις ουλίτιδες
     κλητική ουλίτιδα ουλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουλίτιδα < ούλος + -ίτιδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Στόμα με ουλίτιδα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουλίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]