ουνιβερσαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουνιβερσαλισμός οι ουνιβερσαλισμοί
      γενική του ουνιβερσαλισμού των ουνιβερσαλισμών
    αιτιατική τον ουνιβερσαλισμό τους ουνιβερσαλισμούς
     κλητική ουνιβερσαλισμέ ουνιβερσαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουνιβερσαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική universalisme < λατινική universalis < universus < unus + versus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουνιβερσαλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]