ουρήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ουρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρώ
- θα ουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ουρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ούρηση