ουρανίου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ουρανίου ουδέτερο

  1. (λόγιο) γενική ενικού του ουράνιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ουρανίου (λόγιο)

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ουράνιος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του ουράνιος