ουρανοξύστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρανοξύστης < ουρανός + -ο- + ξύνω + -της, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική skyscraper
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /u.ɾa.noˈksi.stis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουρανοξύστης αρσενικό
- πολύ ψηλό πολυώροφο κτήριο
- ※ Το γραφείο μου βρίσκεται στον 25ο όροφο, επομένως βλέπω μονάχα τις κορυφές από άλλους ουρανοξύστες. (Άρης Σφακιανάκης, Η γραμματέας που κάπνιζε Παλ Μαλ [διήγημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουρανοξύστης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)