ουρηθραίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ουρηθραίο
- ουρηθραίος, στην αιτιατική του ενικού
ουρηθραίο, ουδέτερο του ουρηθραίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού