ουρηθροπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρηθροπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urethroplasty < αρχαία ελληνική οὐρήθρα < οὐρέω / οὐρῶ + πλαστῐκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρηθροπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση μιας κατεστραμμένης ή κλειστής ουρήθρας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Urethroplasty στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρηθροπλαστική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)