ουρολαγνεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρολαγνεία οι ουρολαγνείες
      γενική της ουρολαγνείας των ουρολαγνειών
    αιτιατική την ουρολαγνεία τις ουρολαγνείες
     κλητική ουρολαγνεία ουρολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρολαγνεία < ούρα + λαγνεία.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουρολαγνεία θηλυκό

Η ουρολαγνεία αποτελεί ένα είδος σεξουαλικού φετιχισμού.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]