ουρολαγνεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρολαγνεία θηλυκό
- (ψυχιατρική) σεξουαλική παρέκκλιση κατά την οποία το άτομο ηδονίζεται από τη θέα, την όσφρηση ή την πόση ούρων, από την επαφή με τα ούρα του ερωτικού συντρόφου ή από τη λειτουργία της ούρησης (τη δικιά του ή άλλου)
- ↪ Η ουρολαγνεία αποτελεί ένα είδος σεξουαλικού φετιχισμού.