ουρολιθίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρολιθίαση | οι | ουρολιθιάσεις |
γενική | της | ουρολιθίασης* | των | ουρολιθιάσεων |
αιτιατική | την | ουρολιθίαση | τις | ουρολιθιάσεις |
κλητική | ουρολιθίαση | ουρολιθιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουρολιθιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρολιθίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urolithiasis < αρχαία ελληνική οὖρον + λίθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρολιθίαση θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική κατάσταση κατά την οποία σχηματίζονται πέτρες στα νεφρά, την ουροδόχο κύστη ή τους ουρητήρες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρολιθίαση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)