ουροποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουροποιητικός < ουροποίηση + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /u.ɾo.pi.i.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρο‐ποι‐η‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ουροποιητικός
- που αναφέρεται στην ουροποίηση ή την απέκκριση των ούρων από τον οργανισμό
- ↪ ουροποιητικό σύστημα