ουρουγουανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρουγουανικός η ουρουγουανική το ουρουγουανικό
      γενική του ουρουγουανικού της ουρουγουανικής του ουρουγουανικού
    αιτιατική τον ουρουγουανικό την ουρουγουανική το ουρουγουανικό
     κλητική ουρουγουανικέ ουρουγουανική ουρουγουανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρουγουανικοί οι ουρουγουανικές τα ουρουγουανικά
      γενική των ουρουγουανικών των ουρουγουανικών των ουρουγουανικών
    αιτιατική τους ουρουγουανικούς τις ουρουγουανικές τα ουρουγουανικά
     κλητική ουρουγουανικοί ουρουγουανικές ουρουγουανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρουγουανικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ουρουγουανικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]