ους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ους < αρχαία ελληνική οὖς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ους ουδέτερο, γενική: ωτός
- (καθαρεύουσα) το αυτί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εις ώτα μη ακουόντων: σε αυτούς που δεν θέλουν να ακούσουν, να αντιληφθούν
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: υπονοεί ότι όποιος θέλει να αντιληφθεί μια κατάσταση την αντιλαμβάνεται
- τείνω ευήκοον ους: ακούω με ευνοϊκή διάθεση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ους
→ δείτε τη λέξη αφτί |