ουτοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουτοπία | οι | ουτοπίες |
γενική | της | ουτοπίας | των | ουτοπιών |
αιτιατική | την | ουτοπία | τις | ουτοπίες |
κλητική | ουτοπία | ουτοπίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουτοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική utopia < αρχαία ελληνική οὐ + τόπος (από το έργο του Thomas More Utopia)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουτοπία θηλυκό
- φανταστικός κόσμος ή κοινωνία, όπου όλα λειτουργούν αρμονικά και τέλεια
- ένα μη πραγματοποιήσιμο ιδανικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Στις «Όρνιθες». του Αριστοφάνη υμνείται η ιλαρότητα της αναζήτησης μιας ουτοπίας. Πιστεύει στην ουτοπία ενός κόσμου χωρίς πάθη, μίση και πολέμους.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ουτοπία στη Βικιπαίδεια
-
ουτοπία στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουτοπία