ουχί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουχί < αρχαία ελληνική οὐχί < οὖ

Μόριο[επεξεργασία]

ουχί (αρνητικό μόριο)