ουχρονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουχρονία οι ουχρονίες
      γενική της ουχρονίας των ουχρονιών
    αιτιατική την ουχρονία τις ουχρονίες
     κλητική ουχρονία ουχρονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουχρονία (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική uchronie < αρχαία ελληνική οὐ + αρχαία ελληνική χρόνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουχρονία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]