οφείλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφείλομαι < παθητική φωνή του ρήματος οφείλω
Ρήμα[επεξεργασία]
οφείλομαι, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- για ποσό ή άλλο πράγμα που κάποιος οφείλει, χρωστάει
- το ποσό αυτό οφείλεται στον κ. τάδε
- ο οφειλόμενος σεβασμός προς τους γονείς
- έχω ως αιτία μου
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | οφείλομαι | οφειλόμουν(α) | θα οφείλομαι | να οφείλομαι | οφειλόμενος | |
β' ενικ. | οφείλεσαι | οφειλόσουν(α) | θα οφείλεσαι | να οφείλεσαι | οφείλου | |
γ' ενικ. | οφείλεται | οφειλόταν(ε) | θα οφείλεται | να οφείλεται | ||
α' πληθ. | οφειλόμαστε | οφειλόμαστε οφειλόμασταν |
θα οφειλόμαστε | να οφειλόμαστε | ||
β' πληθ. | οφείλεστε | οφειλόσαστε οφειλόσασταν |
θα οφείλεστε | να οφείλεστε | οφείλεστε | |
γ' πληθ. | οφείλονται | οφείλονταν οφειλόντουσαν |
θα οφείλονται | να οφείλονται |