οφθαλμοκινητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφθαλμοκινητικότητα < οφθαλμοκινητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oculomotion)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφθαλμοκινητικότητα θηλυκό
- (ιατρική, σπάνιο) η κινητικότητα των οφθαλμικών μυών και η σχετική ικανότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφθαλμοκινητικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)