οφθαλμοπορνεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφθαλμοπορνεία < οφθαλμοπόρνος + -εία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφθαλμοπορνεία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφθαλμοπορνεία
|