Μετάβαση στο περιεχόμενο

οφθαλμοφανής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οφθαλμοφανής η οφθαλμοφανής το οφθαλμοφανές
      γενική του οφθαλμοφανούς* της οφθαλμοφανούς του οφθαλμοφανούς
    αιτιατική τον οφθαλμοφανή την οφθαλμοφανή το οφθαλμοφανές
     κλητική οφθαλμοφανή(ς) οφθαλμοφανής οφθαλμοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οφθαλμοφανείς οι οφθαλμοφανείς τα οφθαλμοφανή
      γενική των οφθαλμοφανών των οφθαλμοφανών των οφθαλμοφανών
    αιτιατική τους οφθαλμοφανείς τις οφθαλμοφανείς τα οφθαλμοφανή
     κλητική οφθαλμοφανείς οφθαλμοφανείς οφθαλμοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οφθαλμοφανής < αρχαία ελληνική ὀφθαλμοφανής, μορφολογικά αναλύεται οφθαλμ(ός) + -ο- + -φανής

Επίθετο

[επεξεργασία]

οφθαλμοφανής

  • που είναι αντιληπτός με την όραση
 συνώνυμα: ορατός, φανερός
  • που γίνεται αντιληπτός πολύ εύκολα
 συνώνυμα: καταφανής, ολοφάνερος, προφανής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]