οφιοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οφιοειδής | η | οφιοειδής | το | οφιοειδές |
γενική | του | οφιοειδούς* | της | οφιοειδούς | του | οφιοειδούς |
αιτιατική | τον | οφιοειδή | την | οφιοειδή | το | οφιοειδές |
κλητική | οφιοειδή(ς) | οφιοειδής | οφιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οφιοειδείς | οι | οφιοειδείς | τα | οφιοειδή |
γενική | των | οφιοειδών | των | οφιοειδών | των | οφιοειδών |
αιτιατική | τους | οφιοειδείς | τις | οφιοειδείς | τα | οφιοειδή |
κλητική | οφιοειδείς | οφιοειδείς | οφιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφιοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀφιοειδής < ὄφις + -ειδής (εἶδος). Δείτε και την παλιότερη λέξη ὀφιώδης.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.fi.o.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φι‐ο‐ει‐δής
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]οφιοειδής, -ής, -ές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφιοειδής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)