οφρύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀφρῦς, ὀφρύς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφρύς οι οφρύες
      γενική της οφρύος των οφρύων
    αιτιατική την οφρύ τις οφρύς
     κλητική οφρύ οφρύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οφρύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφρῦς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οφρύς θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]