οχεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀχεία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οχεία οι οχείες
      γενική της οχείας των οχειών
    αιτιατική την οχεία τις οχείες
     κλητική οχεία οχείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀχεία < ὀχεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈçi.a/
παρώνυμο: οξεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οχεία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]