οχηματαγωγό
(Ανακατεύθυνση από οχηματαγωγός)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οχηματαγωγό < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική car ferry[1], ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο υποθετικού επιθέτου *οχηματαγωγός < (όχημα) οχηματ- + ουδέτερο του -αγωγός κατά το ὁπλιταγωγόν (καθαρεύουσα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.çi.ma.ta.ɣoˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χη‐μα‐τα‐γω‐γό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οχηματαγωγό ουδέτερο[2]
- (μέσο μεταφορών, για πλοία, σε επιθετική λειτουργία) που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει οχήματα
- οχηματαγωγό (εννοείται: πλοίο, το φεριμπότ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οχηματαγωγό
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οχηματαγωγό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)