οχυρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχυρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος οχυρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

οχυρώνομαι

→ δείτε τη λέξη οχυρώνω