οχυρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχυρώνω < αρχαία ελληνική ὀχυρόω / ὀχυρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

οχυρώνω (παθητική φωνή: οχυρώνομαι)

  1. προετοιμάζω μια πόλη ή τοποθεσία απέναντι σε εχθρική επίθεση χτίζοντας ένα τείχος, οχυρό ή παίρνοντας άλλα αμυντικά μέτρα
  2. (γενικότερα) ενισχύω την άμυνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]