οχυρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
οχυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνω
- θα οχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οχυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οχύρωση