οψιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οψιανός | οι | οψιανοί |
γενική | του | οψιανού | των | οψιανών |
αιτιατική | τον | οψιανό | τους | οψιανούς |
κλητική | οψιανέ | οψιανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οψιανός < (άμεσο δάνειο) λατινική obsianus < Obsius, ένας Ρωμαίος που το ανακάλυψε στην Αιθιοπία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.psi.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ψι‐α‐νός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οψιανός αρσενικό ή οψιδιανός
- (ορυκτολογία) σκληρό, ηφαιστειογενές πέτρωμα που βρίσκεται στην Ελλάδα στη Μήλο και στη Νίσυρο και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή για κατασκευή λεπίδων και συνεχίστηκε μέχρι και το 19ο αιώνα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- οψιανός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)